- σφάλλεται
- σφάλλωmake to fallpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαλμώ — άω και έω, Α [σφαλμός] 1. (για ίππο) ρίχνω κάτω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σφαλμᾷ σκιρτᾷ σφάλλεται ἄλλοι ἀντὶ τοῡ σφαδάζειν τετάχθαι φασί, ἔνιοι μετὰ ἐπιθυμίας τι πράττειν» … Dictionary of Greek